- ἀμμοδύτης
- ἀμμοδύτηςsand-burrowermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁμμοδύτης — ἀμμοδύτης , ἀμμοδύτης sand burrower masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμμοδύτης — I (ammodytes). Γένος περτιομόρφων ψαριών της οικογένειας των αμμοδυτιδών. Ζουν στις αμμώδεις ευρωπαϊκές ακτές του Ατλαντικού, της θάλασσας της Μάγχης και της Μεσογείου. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 10 έως 30 εκ., ανάλογα με το είδος.… … Dictionary of Greek
ἀμμοδύται — ἀμμοδύτης sand burrower masc nom/voc pl ἀμμοδύτᾱͅ , ἀμμοδύτης sand burrower masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμμοδυτῶν — ἀμμοδύτης sand burrower masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμμοδύτου — ἀμμοδύτης sand burrower masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμμοδύτας — ἀμμοδύτᾱς , ἀμμοδύτης sand burrower masc acc pl ἀμμοδύτᾱς , ἀμμοδύτης sand burrower masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
amodita — (Del lat. ammodytes < gr. ammodites < ammos, arena + dytes, que se sumerge.) ► sustantivo femenino ZOOLOGÍA Especie de víbora muy peligrosa. SINÓNIMO alicante * * * amodita (del lat. «ammodўtes», del gr. «ammodýtēs») f. *Alicante (víbora).… … Enciclopedia Universal
άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… … Dictionary of Greek
οφιδίδες — (Ophididae). Οικογένεια τελεόστεων ψαριών της τάξης των περκόμορφων. Περιλαμβάνει πολυάριθμα ψάρια μικρού ή μεσαίου μεγέθους με μακρόστενο σώμα, γυμνό ή σκεπασμένο με λέπια. Τα περισσότερα από αυτά ζουν σε όλες σχεδόν τις θάλασσες, κοντά στις… … Dictionary of Greek
amodita — (Del lat. ammody̆tes, y este del gr. ἀμμοδύτης). f. alicante (ǁ víbora) … Diccionario de la lengua española